- ωτόρροια
- η мед. течь из ушей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτόρροια — η, Ν ιατρ. εκροή υγρού από τον έξω ακουστικό πόρο, σύμπτωμα ωτίτιδας ή κατάγματος τού λιθοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otorrhee (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + ρροια < ρρους < ρέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο… … Dictionary of Greek